|
το : χάρμα οφθαλμών — приятное зрелище; зрелище(__,__) радующее глаз #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χάρμα? — — μωρόπιστος — γλιστερίδα — οικοκύρης — οφθαλμιατρείο — ψί — περιστεροτροφείο — καλιγωτής — φτωχομάννα — εστίαση — ελκώ — κατάνυξη — σύντροφος — αμμωνοειδή — αυτοκόλληση — αυτοσχεδίαστος — κατήφορος — βουτυροφάγος — στρίφω — κατρακύλισμα — ευθυμολογία — χουλιάρα |
|||