Новогреческий словарь
χάρμα
χάρμα
το :
χάρμα οφθαλμών — приятное зрелище; зрелище(__,__) радующее глаз
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
χάρμα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βεβαίως
—
σχολιασμός
—
βλαχάρα
—
εκθειάζω
—
λεύχειμο
—
χαλκομανία
—
καλτσοποιία
—
κονεύω
—
εκατοστάρικο
—
ασθενώ
—
βολιδοφόρος
—
αλάφι
—
χειραψία
—
αλευροποιός
—
τονισμός
—
υψίπυκνος
—
φιλαναγνώστης
—
ηρωίδα
—
κεκαλυμμένος
—
καζαμίας
—
επιπλήρωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве