|
(-ιδος) η книжн. юр. судья #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово судья? — δικαιοδότις как с (ново)греческого переводится слово δικαιοδότις? — судья — θάλπω — προεσπερίδα — μίσθαρνος — αμυκτήριστος — μεσότοιχος — σκίαστρο — εξόδευμα — κρηνίδα — αρκευθίς — τυφλοπόντικας — ρύαξ — αμφικίνητος — γκαλντερίμι — ροσμπίφ — θήραμα — αξιωσύνη — ελονοσιακός — ίουλος — αμφιάρθρωση — γλειφτοκουτάλας — ξεσέλλωτος |
|||