|
το мандарин (плод) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мандарин? — μανταρίνι как с (ново)греческого переводится слово μανταρίνι? — мандарин — χαλιφατο — βιδάνιο — εθναρχικός — εγγλεζόπουλο — παραχρημα — παλαιοελλαδίτισσα — απεριόριστος — αλλαντικός — τερατόμορφος — ρημοκκλήσι — φυλογονία — κύλισμα — οξυοσφρησία — εννεάγοινος — απαράσκευον — τάλλαρο — τσινιάρης — μονόκροτο — αρνόγλωσσο — άνθισμα — ανάγραπτος |
|||