|
внутриматочный; утробный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово внутриматочный? — ενδομήτριος как на (ново)греческом будет слово утробный? — ενδομήτριος как с (ново)греческого переводится слово ενδομήτριος? — внутриматочный, утробный — σκαρτεύω — μερισματόγραφο — στραβός — φλογότρεμος — ραχατλίκι — θορύβηση — εισορμίζω — συνυφαίνω — εξελλήνιση — ερματοφόρον — κυκλοφορικός — αγνότητα — εφήβαιο — θερμογονία — ανδράδελφη — γλυκοκοιμάμαι — φωτοτυπία — προμηθευτικός — παραφύομαι — άφρακτος — αντέγγραφον |
|||