|
ο 1) пушок на щеках; 2) зоол. сороконожка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пушок на щеках? — ίουλος как на (ново)греческом будет слово сороконожка? — ίουλος как с (ново)греческого переводится слово ίουλος? — пушок на щеках, сороконожка — test2 — στερούμαι — ασβεστοπώλης — ξελησμόνημα — επιβατολόγιο — ουραίο — άπληστος — απόχτημα — υποπόδιον — αποδιαλόγι — γυφτολάσιά — αρτεμισία — εισηγητικός — ανεγνώριστος — αραβοσιτοκαλλιέργεια — πέμπτος — λεβεντονιά — εκτιμητικο — επαληθεύω — μεμονωμένος — περιμαζώνω |
|||