|
το 1) поле; 2) усадьба; хутор; ферма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поле? — ζευγολοτιό как на (ново)греческом будет слово усадьба? — ζευγολοτιό как на (ново)греческом будет слово хутор? — ζευγολοτιό как на (ново)греческом будет слово ферма? — ζευγολοτιό как с (ново)греческого переводится слово ζευγολοτιό? — поле, усадьба, хутор, ферма — ανάλλαγα — ληκτικός — μελίγονο — αγόρασμα — πετροπέρδικα — κοψοκεφαλιάζω — εκτελεστήριος — αισθητήριο — βραχογραφία — υγροστάτης — συμβιβαστικός — λιγούρης — αντιαρματικός — κατουρλιό — αντικτύπημα — αυγομάννα — αναρριπίζω — αψυχοπόνια — σπειρώμαι — γαιανθρακόπλινθος — επακτικός |
|||