|
το 1) сморщивание (от воды); 2) смο рщенность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сморщивание? — σαφράκιασμα как на (ново)греческом будет слово рщенность? — σαφράκιασμα как с (ново)греческого переводится слово σαφράκιασμα? — сморщивание, рщенность — χαμαιτύπη — καρδιοχειρουργική — αξιοσέβαστος — φωνηεντόληκτος — ξεπατώνω — χρηματόγραφο — συμμερίζομαι — γαζία — γιλεκάκι — χαλύβδινος — νερούλιασμα — κιχώρι — λησμονάω — γατήσιος — αποπεραίωση — Ποσειδώνας — ενδημώ — προσφορά — ζωηρός — εθνοκατάρατος — αδιάλυτος |
|||