|
το опора; подпорка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опора? — επιστήριγμα как на (ново)греческом будет слово подпорка? — επιστήριγμα как с (ново)греческого переводится слово επιστήριγμα? — опора, подпорка — δεοτερεύω — ασυνηθησιά — εκλιπαρώ — ευκτική — γνέφι — βουβαλίσιος — έξαρμα — αντιβοώ — σκράπ — οπλοποιός — ιταλομάθεια — ξέπεσμα — υπερθετικά — ουρανόπεμπτος — θολός — παράφορος — αναφωνητό — σκευάζω — κύπρινον — κακορίζικος — οίδημα |
|||