|
(-έως) ο 1) купидончик; 2) влюбчивый юноша #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово купидончик? — ερωτιδέας как на (ново)греческом будет слово влюбчивый юноша? — ερωτιδέας как с (ново)греческого переводится слово ερωτιδέας? — купидончик, влюбчивый юноша — ακοστάρισμα — πλημμυροπαθής — Τσεχοσλοβάκα — νωχέλεια — πεύκι — φυσιολογικά — αποστερητικός — ντοκουμεντάρισμα — αφυσικότητα — τιμωρητικός — στεγνωτικός — απορροφητικός — κατάκριτος — αποδέλοιπος — κτήνος — εύδαιμονώ — Αυστραλή — φτεροπετώ — εθνικότητα — γριπαρόλι — ετερώνυμος |
|||