|
ο, η организатор спортивных соревнований #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово организатор спортивных соревнований? — αγωνοθέτης как с (ново)греческого переводится слово αγωνοθέτης? — организатор спортивных соревнований — κουπί — μιτάρισμα — παρατηρητικότητα — υπερπαστερίωση — αρμονικός — φαρμακοτέχνης — οι — αστοχεύω — γεννητικότητα — περιίπταμαι — ξανακύλημα — πρόσωπο — αλαφροκαύκολος — ανημπορεύω — φοιτητριούλα — αγιογράφηση — αιματοπυόρροια — διεκδικούμενος — κάστρο — εξεζητημένος — αντισκόφτω |
|||