|
Чувствовать, ощущать, понимать, сознавать #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νιώθω? — — εμπρόθεσμος — αγκάλιασμα — ημεραργία — αστράχα — ανεξακρίβωτος — κητώδη — αναγελαστικός — αντάμη — συκοφάγος — σαραφιάτικα — ασυμφιλίωτος — μπάσκετ — καλωσυνάτος — βραχύλαιμος — μπούσουλας — αναμόχλευμα — πεντάγραμμο — καύμα — παρασυμπαθητικός — δριμύοσμος — αργεύω |
|||