νιώθω

формы словаβ
νιώθω
Чувствовать, ощущать, понимать, сознавать


#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово νιώθω? —


εμπρόθεσμοςαγκάλιασμαημεραργίααστράχαανεξακρίβωτοςκητώδηαναγελαστικόςαντάμησυκοφάγοςσαραφιάτικαασυμφιλίωτοςμπάσκετκαλωσυνάτοςβραχύλαιμοςμπούσουλαςαναμόχλευμαπεντάγραμμοκαύμαπαρασυμπαθητικόςδριμύοσμοςαργεύω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit