Новогреческий словарь
μετωπικά
μετωπικά
прямой наводкой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μετωπικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αδιάνθιστος
—
περιφερής
—
τουλουμοτύρι
—
μυθιστορηματικός
—
δεκαπεντασύλλαβος
—
κατατέμνω
—
αμετάβλητο
—
σπογγίζω
—
απόμακρος
—
παιδότοπος
—
κενότητα
—
χοντροδουλεμένος
—
διαστασιοποιούμαι
—
ρέμβω
—
δισέγγονον
—
παυσανίας
—
ανέγγυος
—
τάληρο
—
ποιούμαι
—
μαχαιροφόρος
—
ευμεγέθης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве