|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσιγαράκι? — — απελπισμός — αγγελοκόβω — κακόμορφος — αναζωπυρώνω — αεριοωθούμενο — διοπτεύω — τρυγάω — αρήμαχτος — στειρεύω — εκφόβιση — ενάκις — απέχω — ξεντύνομαι — ελαττώνομαι — σπονδυλικός — τυριέρα — σακιδιοθήκη — αγαπός — αριός — ενοχλούμαι — σταυρωτής |
|||