|
η 1) рождение мальчиков; 2) юр. : εξ ~ς — потомок по мужской линии #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рождение мальчиков? — αρρενοτοκία как с (ново)греческого переводится слово αρρενοτοκία? — рождение мальчиков — μουντζούρα — πομφόλυξ — πατατούκα — νήσος — γεροντίδιο — ανελλιπής — ανακόλουθος — βρώμα — αθεράπευτος — παιδεράστρια — μεσόφρυδο — ανυπέρθετος — απόδοση — εδυνήθηην — γριίστικος — ανεπίληπτα — γυμνό — ιωνικός — ζωόλιθος — τετραδιάτικος — αραβοσιτάλευρο |
|||