Новогреческий словарь
δευτεροπαντρεύομαι
δευτεροπαντρεύομαι
вступать в брак вторично
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вступать в брак вторично
? —
δευτεροπαντρεύομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
δευτεροπαντρεύομαι
? — вступать в брак вторично
#
(ново)греческий словарь
—
απωθούμαι
—
δυσήνιος
—
πηγουνάτος
—
Ουγγαρέζος
—
αεροδυναμική
—
ρητορική
—
οικιστής
—
τουρσί
—
αφροζύμωτος
—
αντεξάγω
—
αιματοποιητικός
—
αξεθύμαστος
—
αποχαντακώνω
—
βλεφαρόσπασμος
—
αναύξητα
—
ξεπαστρεύω
—
δροσοσταλίδα
—
κατάμεστης
—
αποπαίρνω
—
άλτης
—
τοπογραφία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве