|
: πάμε ~ — карт. смешивать карты, объявлять игру недействительной; πήγε ~ — он разорён; η δουλειά πήγε ~ — работа пошла насмарку #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αμόντε? — — κομπάζω — μπούκα — χαλιναγωγώ — ευρυμάθεια — ρηγοπούλα — αστραποβροντώ — νοολογία — ραδινός — ξεψυχώ — χωστός — γνοιάση — μπρος — ανώριμος — μετάζωα — χουλιαριά — αντίθεση — διαρρήδην — χορεύτρια — λαντζιέρης — αβαρεσιά — οξύμωρο |
|||