|
уполномочивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уполномочивать? — πληρεξουσιοδοτώ как с (ново)греческого переводится слово πληρεξουσιοδοτώ? — уполномочивать — λούπης — μπαντιέρα — σκιαγραφία — αμφισβητούμενος — καλλιεργήτρια — λισγάρι — διαγωνιστής — γλυκοκοίταγμα — φιλικότητα — κοντολογής — λακκουβίτσα — μπάσος — έεπαε — κύλιση — ντροπιαστικός — απαβγουλιάζω — ανανθώ — μανταλωμένος — ατσαλωμένος — αποκατωθιός — συνέπηξα |
|||