Новогреческий словарь
γλυκανθής
γλυκανθ|ής
ο 1)
анис
(растение);
2)
семя аниса
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
анис
? —
γλυκανθής
как на
(ново)греческом
будет слово
семя аниса
? —
γλυκανθής
как с
(ново)греческого
переводится слово
γλυκανθής
? — анис, семя аниса
#
(ново)греческий словарь
—
ασημόπετρα
—
κυτοβλάστη
—
παπαδομάνι
—
αποστερητικός
—
προσχηματικός
—
ινδοκάλαμος
—
εκπορεύομαι
—
παγωτατζίδικο
—
φλυκταινομαι
—
διαστέλλω
—
επιμήθεια
—
ενδεκαπλάσιος
—
γιατί
—
λαμπρεύω
—
πατάσσω
—
απόθεμα
—
μπλαβίζω
—
αέναα
—
καπνεργάτρια
—
γονεωνυμικά
—
σκουληκιάρικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω