Новогреческий словарь
ασκανδάλιστον
ασκανδάλιστον
το :
διά τό ασκανδάλιστον — а) во избежание скандала; б) во избежание подозрений
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασκανδάλιστον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
τραγουδίστρια
—
εξάγγελος
—
αδειούχα
—
ανέμυαλος
—
επιφορτισμένος
—
αψίνθιον
—
ανάκατος
—
τέντζερη
—
άθλαστος
—
ναυς
—
δελέασμός
—
αντιστιξιακός
—
γεφυροπλάστιγγα
—
μισοούρανα
—
επιδίδω
—
εγείρομαι
—
αλλοπρόσαλλος
—
ησκιάζω
—
βορράς
—
αντιβασιλεία
—
πετσετάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,