|
без ноши, ненагружеиный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово без ноши? — αζαλίκωτος как на (ново)греческом будет слово ненагружеиный? — αζαλίκωτος как с (ново)греческого переводится слово αζαλίκωτος? — без ноши, ненагружеиный — εμβαδομέτρηση — άμμιον — πιπερώνω — βιβλιοκριτικός — ακρεοφαγία — πιί — αρόγιαστος — βουτηχτός — πανδοχεύς — πιεστός — πραγματολογία — χτυπώ — εναβρύνομαι — αθέρμαστος — λεβεντομάννα — σιτέλαιο — κατίσχυση — υπομιμνήσκω — ξετύλιγμα — μαγική — αντίποινα |
|||