|
το мех, бурдюк; === βρέχει με τό ~ — [phrase]льёт как из ведра[/phrase]; κάνω κάποιον ~ στό ξύλο — отдубасить (кого-л.), сделать отбивную (из кого-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мех? — τουλούμι как на (ново)греческом будет слово бурдюк? — τουλούμι как с (ново)греческого переводится слово τουλούμι? — мех, бурдюк — ξελακκώνω — λεπτολογία — δοτικός — ξελιγώνω — γαστρικός — γανωτής — πορφυρίζω — εγγράψιμος — ιππηλασία — καθαρός — μηδόλως — ακέδρωτος — διαχειρίζομαι — αμβλύστομος — καταιγιδοφόρος — κούρβουλο — ανάρριχτος — πυριτιδόκονη — κωλο- — εγκεφαλοσάρκωμα — προδιατεθειμένος |
|||