|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αφηνισμένος? — — υπεραισθησία — παρακαλάω — τσέρκι — νυσταγμένος — καλλιγράφω — πυροβολοστοιχία — αυλωδώ — αντικυβερνητικά — κλειδαμπαρώνω — κοιλέντερα — εξαρχής — μισαποθαμμένος — διμοιρίτης — εμάς — αμελάνιαστος — καθεμέρα — δεντρώνας — βουδδισμός — λινομέταξος — τυρίνη — ενοχλώ |
|||