|
невместительный; ~η βαλίτσα — невместительный чемодан #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово невместительный? — άχωρος как с (ново)греческого переводится слово άχωρος? — невместительный — πρωτόδικος — κακοκαρδισμένος — νικελώνω — κεφαλοδεμένος — στρεβλώτρια — φουκαράκος — σαβουρρώνω — φαγεδαινώδης — αεροδρομιακός — εθελόντρια — ανακατωσιά — κολοφώνας — εντύλιγμα — περατάρης — αιθρίασμα — αντικαταναλωτισμός — χαγανάτο — εξευρωπαΐζω — κόκ — πολυβολισμός — ορχηστρίδα |
|||