|
конечный, последний #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конечный? — ληκτικός как на (ново)греческом будет слово последний? — ληκτικός как с (ново)греческого переводится слово ληκτικός? — конечный, последний — κάβουρας — αγγελιοδοσία — διαθλαστός — πελαγωμένος — ορνιθοσκαλίσματα — ξεφεύγω — αδάκτυλος — σπαρακτικός — ήλιος — εξαπτέρυγος — σουρεαλιστής — ψηκτρίζω — αγωγιάτισσα — αντεπίσκεψη — αδελφομίκτις — ακριβολογία — αισθηματολογικά — καλφαλίκι — περισολλέγω — ρυπογόνος — γλυκομεσήμερο |
|||