|
гарантийный; залоговый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гарантийный? — εγγυητικός как на (ново)греческом будет слово залоговый? — εγγυητικός как с (ново)греческого переводится слово εγγυητικός? — гарантийный, залоговый — αντιχαιρετίζω — πρωτοτρώγω — ηδονόπληκτος — δροσερεύω — αποφθεγματικός — βρογχεκτασία — εκτομεύς — πασιέντσα — δαιμόνιο — χοχλακίζω — συνδιαλλάσσομαι — διασταυρούμενός — λεπτουργής — ψωρικός — επιβοηθητικός — αμπελοτόμος — ξερρηχαίνω — φευκτός — ευαρεστούμαι — διάκριση — ψήφος |
|||