|
ο святейшество (титул) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово святейшество? — μακαριώτατος как с (ново)греческого переводится слово μακαριώτατος? — святейшество — λουλουδώ — καρτέρημα — κοστάρω — σπιτάλιο — αλογίνα — προεξάρχω — φρεσκοκατεψυγμένος — γλάρωμα — μετρολογικός — δοκίμιο — σαπίζω — αυτονόμηση — κολλητός — δυναμογονία — δισταυρία — μεσαίωνας — εφοπλιστής — σχοινοσύντροφος — ζιαφέτι — θρησκεύω — κυριευμένος |
|||