|
ο маляр (специалист по окраске, побелке известью) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маляр? — υδροχρωματιστής как с (ново)греческого переводится слово υδροχρωματιστής? — маляр — μάγειρας — απόθραυσμα — φιλίστωρ — θορύβηση — φθαρτικός — συνεπώς — Μαυράκης — ερρηξα — άψυχος — σπουδαιότητα — γεωφυσικός — θερμιδομετρία — ζεϊμπέκικο — φόμπ — ηδονοβλεψίας — άγραφτος — ξεγλίστρημα — αγγελόκορμος — ακόλουθος — Φραντζέζος — βγαλτό |
|||