|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κουρνιασμένος? — — μαστιγοδόχη — χνόαση — μαργέλλι — άρχομαι — ψιλολογώ — καταβιβάζω — γαρλαύτης — τειχοδομία — διαπιστεύω — δοκιμασμένος — χορηγώ — αγγελοσκιάζομαι — πάροικος — φουρκάς — διυλιστήρας — τσακίδια — νέκρα — λεοντή — τσιγκογράφημα — εξυπηρετικός — σημαδεύομαι |
|||