|
неходкий, продаваемый с трудом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неходкий? — δυσκολοπούλητος как на (ново)греческом будет слово продаваемый с трудом? — δυσκολοπούλητος как с (ново)греческого переводится слово δυσκολοπούλητος? — неходкий, продаваемый с трудом — χορηγητής — χιόνισμα — κάδος — ουρηθροσκόπιο — κοταμεσήμερο — επιφυλάσσω — ποικιλόχρωση — σύλησις — σιωπηρότης — τσελιγκοπούλα — οφθαλμοφανώς — νυχτικός — θρηνολογία — ξεφαντωτής — πάν — αναδίπλωμα — αποκλειστικότητα — αναπνευστήρας — μάλαμα — σεισμομετρικός — ξεσκούντημα |
|||