|
обладающий высокой частотой; ~α ρεύματα — токи высокой частоты #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обладающий высокой частотой? — υψίπυκνος как с (ново)греческого переводится слово υψίπυκνος? — обладающий высокой частотой — ηγεμονισμός — νιάτα — επιχωρίως — βιολοντσελλιστής — υπομένω — επευφημώ — κατάματα — κατήχηση — κατευχαριστημένος — αστητος — λειόθριξ — ορνιθοκομείο — αδιήγητος — κουραστικός — σκουφέττο — συγκριτικά — ανατρομάζω — απόλυτο — πουλάκι — ορείχαλκος — αλμυρότητα |
|||