|
недойный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недойный? — ανάρμεχτος как с (ново)греческого переводится слово ανάρμεχτος? — недойный — ασαλπάριστος — μικροέξοδο — σκατένιος — πρός — παγιώνω — σωρείτης — αναδετός — διαπεραιώνομαι — ρόπαλο — επιμετάλλωση — ενέλιξη — επιτηρητικός — αναγκεμένος — χυμευτικός — ιστιοπλόος — δορυφόρος — τριπλά — παραφορτώνομαι — κουτσούλισμα — καταχειροκροτάω — πουδρίτσα |
|||