|
η мор. диспаша (распределение убытков от аварии) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово диспаша? — αυτασφάλεια как с (ново)греческого переводится слово αυτασφάλεια? — диспаша — ακαταλληλία — παραλογώ — ορυζάλευρο — αμανές — αχρειόλογο — συριγγώδης — ξανοιγμένος — ακεντρος — υετός — σάλεμα — αψίδα — σαρκασμός — αλληλοσχέση — αμια — αετοφωλιά — ακροπατώ — αχαρτοσήμαντος — αντιφεγγιά — σχοινοβάτης — μισθοφόρος — φουντάρω |
|||