Новогреческий словарь
αυτασφάλεια
αυτασφάλεια
η мор.
диспаша
(распределение убытков от аварии)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
диспаша
? —
αυτασφάλεια
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτασφάλεια
? — диспаша
#
(ново)греческий словарь
—
τηλεμέτρηση
—
νεογνό
—
πυριτιδαποθήκη
—
λιβοζέφυρος
—
μυοπάθεια
—
μπούκα
—
βαθμονόμος
—
αμαυρότητα
—
πατατόσουπα
—
εξακοσιοστός
—
σουγιάς
—
υδρόφωνο
—
αυλωτός
—
ρεμβαστής
—
δεψίνη
—
δυνατά
—
παλληκαρωσύνη
—
γλαυκώδης
—
τουμπίτσα
—
εκλάμπω
—
εξομάλιση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,