|
прям., перен. безжизненный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безжизненный? — άζωος как с (ново)греческого переводится слово άζωος? — безжизненный — λιποβαρής — επιχορήγηση — εκκαμίνευση — μυγιάζομαι — εστία — εκτέμνω — βαρυαλγής — ενετήρ — ανίδεος — εγγλύφανον — ερημητήρι — τότενες — απολέπισμα — εκσκάπτομαι — φρικαλεότητα — σείσιμο — κητώδης — εκτεθαμμένος — κοντούλης — ψεύστης — ζεστασιά |
|||