|
незавязанный, неперевязанный (о ране) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незавязанный? — ανεπίδετος как на (ново)греческом будет слово неперевязанный? — ανεπίδετος как с (ново)греческого переводится слово ανεπίδετος? — незавязанный, неперевязанный — ανεπιβούλευτος — αγριοκυδωνιά — πινακίδιο — επίμεπτος — γαλβανοτεχνική — κομμουνίζω — ουσιαστικοποιημένος — υπαινιγμός — βασανίζομαι — τρωγάλια — καμινευτήρας — σανίδωση — λαϊκίστρια — γαλατερός — μυριοστόλιστος — ατάραχος — ταινιοειδής — εξουσιοδοτώ — τεχνική — Ολλαντέζα — διακελεύομαι |
|||