|
реорганизовывать; перегруппировывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реорганизовывать? — αναδιοργανώνω как на (ново)греческом будет слово перегруппировывать? — αναδιοργανώνω как с (ново)греческого переводится слово αναδιοργανώνω? — реорганизовывать, перегруппировывать — υπόμνημα — δισεκοτομμυριοστός — φωνιατρική — κατευθυντήρας — αγγονός — απογοητευθείς — ανθόσπαρτος — οξυκέρασο — ηράκλειος — ατμοσειρήνα — υφαιρώ — συγκρότηση — αρζαντέ — ραδιουργικός — προξενειά — αυτοθιγενής — μαζικός — κεφαλαίος — στρομβοειδής — πικάντικος — ψυχή |
|||