Новогреческий словарь
θαλαμικός
θαλαμικός
камерный, комнатный
;
===
~ή συνδρομή — мед. таламический синдром
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
камерный
? —
θαλαμικός
как на
(ново)греческом
будет слово
комнатный
? —
θαλαμικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
θαλαμικός
? — камерный, комнатный
#
(ново)греческий словарь
—
κομήτης
—
κοντολογία
—
αφεντοχωριάτισσα
—
ευδιάκριτος
—
αγωνιστική
—
διαμαντικό
—
ατμοσφαιρολογία
—
ειρηνοποιός
—
αμετροφάγος
—
σεξουαλικός
—
επιπροσθέτω
—
μπουφάν
—
απαγγιάζω
—
ανθοβριθής
—
άφωνος
—
πριονιστήριο
—
διαμαλάσσω
—
μελέτη
—
αναζυμώνω
—
εμπλάστριον
—
μαξούλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,