|
η пещера, грот; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пещера? — σπηλιά как на (ново)греческом будет слово грот? — σπηλιά как с (ново)греческого переводится слово σπηλιά? — пещера, грот — κοσκινάς — απολλύω — εταζιέρα — τουρμαλίνης — απεριτείχιστος — γυρωτικός — μαγνησιακός — μπαρουτίλα — αλατωρυχία — ταχυδρομείο — στρατοπεδεία — συνασπισμός — οδονταλγία — κολάζομαι — γυναικισμός — ορός — φτερουγώ — δάφνη — σχεδιαστής — ρούπι — κλοτσηδόν |
|||