|
το 1) брод; 2) тротуар #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово брод? — διαβατό как на (ново)греческом будет слово тротуар? — διαβατό как с (ново)греческого переводится слово διαβατό? — брод, тротуар — παραστράτισμα — αρτηριοπάθεια — συρματόβουρτσα — καϋμός — γουναράς — ακαμασιά — κλεψιγαμία — πιεζοηλεκτρισμός — απάντηση — δολιότητα — αντιρρησίας — οκτάρι — άμαθος — ανεμοσκοπία — ριγανόλαδο — συνεορτάζω — ουσιαστικοποιούμαι — γιγαντώνομαι — ωοπλαστία — γέρα — μαθές |
|||