|
мед. бинокулярный; ~ ορασις — бинокулярное зрение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бинокулярный? — διόφθαλμος как с (ново)греческого переводится слово διόφθαλμος? — бинокулярный — σουβλατζίδικο — αξιοσημείωτος — αποτήκω — αντιμαρτυρία — προσδιορισμός — χαρτοπολτός — κρουνιά — προσόρμιση — χαρτογραφία — ψιλορωτάω — βεβιασμένα — παραλυμένος — καφετζού — αποδιώξιμο — ανεμοκυκλίζομαι — παλάβρας — σάρωμα — θάνατος — αποικιακά — γερανογέφυρα — ηφαιστειακός |
|||