Новогреческий словарь
ουλίτιδα
ουλίτιδα
η мед.
гингивит, воспаление дёсен
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гингивит
? —
ουλίτιδα
как на
(ново)греческом
будет слово
воспаление дёсен
? —
ουλίτιδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ουλίτιδα
? — гингивит, воспаление дёсен
#
(ново)греческий словарь
—
εμμονή
—
κακολόγος
—
ανθοφορώ
—
φαινασετίνη
—
παιανίζω
—
παπαδιά
—
φίλτρο
—
αμφιδέξιος
—
αναμετάδοση
—
λύγισμα
—
μεριδιάνα
—
αμέλεια
—
ανέσπερος
—
αποδεικτικός
—
κλωστή
—
προχρονολογώ
—
πλεκτός
—
μεταποιήσιμος
—
διχάλι
—
ραδιοαστρονομία
—
διάταμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω