Новогреческий словарь
χιλιοστό
χιλιοστό
το
тысячная доля
(чего-л.);
τό ~ του μέτρου — миллиметр
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тысячная доля
? —
χιλιοστό
как с
(ново)греческого
переводится слово
χιλιοστό
? — тысячная доля
#
(ново)греческий словарь
—
ανεμφάνιστος
—
κλειδοφύλαξ
—
φλάσκας
—
επιστηρίζω
—
κηρομπογιά
—
γκιλοτίνα
—
παρακίνηση
—
σύγκρουση
—
αχνιά
—
πάκτωση
—
βολβώδης
—
πορνογράφος
—
καθέδρα
—
θωρακίζω
—
κοκκινοπίπερο
—
αναπάπουλος
—
κεράκι
—
μεσουράνημα
—
βαμβακόπιτα
—
ευκοίλια
—
τρομοκρατώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве