|
η религиозность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово религиозность? — θρησκευτικότητα как с (ново)греческого переводится слово θρησκευτικότητα? — религиозность — καμινευτικός — βεργόλιγνος — πλιό — έναυλος — εξοδικός — μαντζέλλα — περισκόπιο — ερμάρι — πιπίζω — ανασύρω — αμορτισσέρ — σκληρόσαρκος — βράχος — συγύρισμα — δακτυλοειδής — εξαγριωμένος — νάρθηκας — πέφτω — Πήγασος — νεότερος — φορεμένος |
|||