|
η ларец, шкатулка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ларец? — κοσμηματοθήκη как на (ново)греческом будет слово шкатулка? — κοσμηματοθήκη как с (ново)греческого переводится слово κοσμηματοθήκη? — ларец, шкатулка — αχίλλειος — βιοδιαθεσιμότητα — ατράβηχτος — επιφυλάττω — μοναχικότητα — σκουπόχορτο — δέηση — πληρώνω — αφλούδιαστος — εμπειρία — περιφερής — διαχωρίζω — εκατέρωθεν — ανάρρηξη — βαττολόγος — αυτοδυναμία — ανολογία — γίγκλα — μεσίτις — αθεράπευτος — καταβρεκτήριον |
|||