|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλλοπαθητικός? — — ξέφτι — εξερεθισμός — ψωνιστήρι — εμπορομανάβης — παλιοσκρόφα — ιστιοδρομία — αισθητικά — κασσίτερος — συμπερασματικός — σαρμαδάκι — αναθαρρύνω — αστεριασμένος — τσινώ — τοξίνη — στομαχοσκοπία — αλευρόσακκος — καρδιοκλέφτης — ημίτυφλος — γκρίνια — ερυσίβη — υπεγγύηση |
|||