|
биол. филогенетический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово филогенетический? — φυλογενετικός как с (ново)греческого переводится слово φυλογενετικός? — филогенетический — λιμώδης — παιδοψυχολόγος — κεραμείον — αντιστάτης — αναγεννώ — ξεφασκιώνω — αντλοσίφων — ομού — ανολκεύς — ανυπερπήδητος — σταφυλόξυδο — ιριδοκήλη — αυγούλα — μπλόφα — μυέλινος — σύριγξ — λέζα — ντροπή — αλληλοδιαψεύδομαι — ταμίευμα — μπουκάρισμα |
|||