|
утешаться; тешиться; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утешаться? — παρηγορούμαι как на (ново)греческом будет слово тешиться? — παρηγορούμαι как с (ново)греческого переводится слово παρηγορούμαι? — утешаться, тешиться — δακρυρρόη — κατακόκκινος — κρασοστάφυλο — ομόγνωμος — κόκαλο — χαμαιφυής — ορμίζομαι — μεσολάβηση — επιμήκυνση — εορτάζω — μουσικομανής — πλησίος — ηλεκτροθετικός — εγκεφαλονωτιαίος — διαμετρητικός — τσιμεντοκονίαμα — ψυχρομετρία — νταής — κάστανο — νταλώνομαι — επίσκοπος |
|||