|
мат. однозначный; ~ αριθμός — однозначное число #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово однозначный? — μονοψήφιος как с (ново)греческого переводится слово μονοψήφιος? — однозначный — αφήγημα — εκχυτήρας — καλίγα — ακρογωνιαίος — αντίστροφα — αγρυκνώ — αγελαδοβοσκός — γερουσία — βασίλεμα — διέξοδος — τορπιλλάκατος — λεγάτο — σπληνάντερο — αναδημοσιευμένος — επιπλουργός — προκαταρτίζω — καούνι — γαρώνω — επιδεινώνω — παρεμβατικός — ιρίδιο |
|||