|
опорный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опорный? — ερειστικός как с (ново)греческого переводится слово ερειστικός? — опорный — αποσταθεροποιούμαι — λεγεώνα — αμυντήριον — αυγό — αναγκεμένος — παρακοιμούμαι — αγιαστήρα — ρινοκοπώ — ραδιογωνιομετρικός — τρίγλυφο — χάος — ασπατάλητος — καραβοτσάκισμα — φαρμακοπότης — μουχτάρης — δευτε — βιβλιάριο — αξιόμεμπτος — αντιμέτρηση — ανακαγχάζω — απηνής |
|||