Новогреческий словарь
τσεγγέλι
τσεγγέλι
το 1)
крюк
;
2) перен. :
τραβώ μέ τό ~ — тащить клещами (слова из кого-л.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крюк
? —
τσεγγέλι
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσεγγέλι
? — крюк
#
(ново)греческий словарь
—
ζούμπερο
—
φυσιογνωμιστής
—
μπαχάρι
—
πνθυμάω
—
σκαφεύς
—
έμπηξη
—
μητροφόνος
—
μικροκλιματολογία
—
Γιούλης
—
μηλίτσα
—
πάντως
—
συμβιώνω
—
μαυραγορά
—
πουτανιάρης
—
επταμηνίτικο
—
γονίδι
—
γλυστρίδα
—
απολιχνίζω
—
μαρτύρημα
—
λεπτομερώς
—
οπτιμιστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве