|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βρομίζω? — — μπιστεύομαι — ζωοκλέφτης — τρέλα — γαλβανισμός — Φλεβάρης — σάρωση — συνάχωμα — φοινομενικός — αποδοκιμάζω — επίτευγμα — σερβιτόρα — εθελοτυφλία — αραμπαδιά — συγκλίνων — δακτυλόδεικτούμενος — απανωτιαστά — κρύπτη — πλύμα — επτακοσιάκις — πάγκοινος — μάρσιππος |
|||